- ελαφοκέρατο
- τοτο ελαφόκερας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελαφοκέρατο — το το κέρατο του ελαφιού ή των ελαφοειδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφοκέρατο — και λαφοκέρατο, το το ελαφοκέρατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κέρατο. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφοκερατάς] … Dictionary of Greek
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
λαφοκέρατο — το το ελαφοκέρατο … Dictionary of Greek
αλαφοκέρατο — το 1. κέρατο ελαφιού, βλ. ελαφοκέρατο, το. 2. κόκαλο που έβαζαν άλλοτε τα μωρά στο στόμα: Να φέρεις κι αλαφοκέρατο για τα δοντάκια του (Παπαδιαμάντης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)